«Η πνευματική καλλιέργεια κάνει πιο εύκολη την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής»

Από άρθρο της Αγγελικής Ηλιάδη, φιλολόγου, που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο (διασκευή).

Αρ­χι­κά, πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ση­μαί­νει μόρ­φω­ση, δη­λα­δὴ συγ­χρο­νι­σμέ­νη καλ­λι­έρ­γεια γνω­στι­κού, βου­λη­τι­κού και συ­ναι­σθη­μα­τι­κού στοι­χεί­ου. Για να χα­ρα­κτη­ρι­σθεί έ­νας άν­θρω­πος πνευ­μα­τι­κὰ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος δεν αρ­κεί μό­νο η δι­α­νο­η­τι­κὴ α­νά­πτυ­ξη ή οι ξε­ρὲς γνώ­σεις αλ­λὰ πρέ­πει αυ­τὲς οι γνώ­σεις που κα­τέ­χει να είναι με­του­σι­ω­μέ­νες σε αξίες που θα τον κα­τευ­θύ­νουν στην ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια και στην ο­λο­κλή­ρω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του.

Στη ζω­ὴ μας αν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νὰ δυ­σκο­λί­ες: οι­κο­νο­μι­κές, ε­παγ­γελ­μα­τι­κές, οι­κο­γε­νεια­κές, δυ­σκο­λί­ες προ­σαρ­μο­γής στην  κοι­νω­νί­α και στις α­παι­τή­σεις της. Πάν­τως εί­ναι κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες ο­φεί­λον­ται σε ά­γνοι­α και α­πορ­ρέ­ουν α­π᾿ την α­μά­θεια, το φό­βο, τη δει­λί­α ή την έλ­λει­ψη χει­ρα­φέ­τη­σης που χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο­ρι­σμέ­να ά­το­μα.

Ό­μως ο καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος άν­θρω­πος αν­τι­με­τω­πί­ζει ευ­κο­λό­τε­ρα τις δυ­σκο­λί­ες. Για­τί δι­α­θέ­τει ώ­ρι­μη σκέ­ψη και κρί­ση. Έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να συγ­κρί­νει, να ζυ­γί­ζει, να ε­λέγ­χει και να α­ξι­ο­λο­γεί το  κα­θε­τί. Δι­α­κρί­νει ευ­χε­ρέ­στε­ρα το κα­λὸ α­π᾿ το κα­κό, το ω­φέ­λι­μο α­πὸ το ε­πι­βλα­βές, το δί­και­ο α­πὸ το ά­δι­κο, το ορ­θὸ α­πὸ το ε­σφαλ­μέ­νο. Αν­τι­με­τω­πί­ζει με σύ­νε­ση και ρε­α­λι­σμὸ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για­τί μέ­σα α­πὸ την πείρα και τη βαθειά μελέτη με­λέ­τη έ­χει α­φο­μοι­ώ­σει και έ­χει κά­νει κτή­μα του ο­ρι­σμέ­νες α­λή­θει­ες γε­νι­κού κύ­ρους. Μι­λά­ει κα­λύ­τε­ρα, δι­α­λέ­γε­ται γό­νι­μα και δη­μι­ουρ­γι­κὰ και κα­τα­φέρ­νει να πεί­θει τους άλ­λους. Ε­πί­σης,  Δεν είναι δέ­σμιος των προ­λή­ψε­ων, των δει­σι­δαι­μο­νι­ών και του φό­βου που γεν­νά η ά­γνοι­α για­τί την έ­χει νι­κή­σει ο­λο­κλη­ρω­τι­κά.

Ε­πί­σης, έ­χει δυ­να­τό­τη­τα ε­πα­φής και ε­πι­κοι­νω­νί­ας με τους άλ­λους, με το πε­ρι­βάλ­λον του, ά­με­σο και έμ­με­σο, δη­λα­δὴ την οι­κο­γέ­νειά του και την κοι­νω­νί­α αν­τί­στοι­χα, για­τί εί­ναι προ­ση­νὴς και α­γα­πη­τός. Ε­πι­πλέ­ον, ο ί­διος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται σαν ά­το­μο, για­τί δε φέ­ρε­ται ού­τε ά­γε­ται αλ­λὰ, α­φού εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­τος, αυ­τὸς ο­δη­γεί την πο­ρεί­α της  ζω­ής του. Χά­ρη στην ε­ρευ­νη­τι­κό­τη­τα και στο κρι­τι­κὸ πνεύ­μα που τον δι­α­κρί­νει, πλη­σιά­ζει την α­λή­θεια και τεί­νει να προ­σεγ­γί­σει το  φως. Έ­χει ε­τοι­μό­τη­τα, α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, θέ­λη­ση κι έ­τσι εί­ναι σε θέ­ση να ξε­πε­ρά­σει κά­θε δυ­σκο­λί­α που του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στη ζω­ὴ, για­τί αυ­τὰ τα τρί­α τον ω­θούν προς τη δρά­ση για την κα­τά­κτη­σή της.

 Τε­λι­κὰ, δι­α­μορ­φώ­νει ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα χω­ρὶς ταμ­πού, δογ­μα­τι­σμούς, εμ­πά­θεια και α­κρό­τη­τες. Δε στή­νει εμ­πρός του ού­τε «κου­βα­λᾶ» μες στην ψυ­χή του Κύ­κλω­πες, Λαι­στρυ­γό­νες κι έ­τσι δεν αι­σθά­νε­ται μο­να­ξιά, πλή­ξη, α­νί­α και βα­σα­νι­στι­κὴ α­γω­νί­α, για­τί αν­τι­με­τω­πί­ζει το θά­να­το θαρ­ρα­λέ­α, «σὰν ἕ­τοι­μος ἀ­πὸ και­ρό». Νοι­ώ­θει τον ε­αυ­τὸ του ε­λεύ­θε­ρο, αυ­τό­νο­μο και υ­πο­τάσ­σει τα πά­θη του χά­ρις στην πνευ­μα­τι­κή του καλ­λι­έρ­γεια. Ε­πί­σης, έ­χει φτά­σει σε υ­ψη­λὸ ση­μεί­ο αυ­το­γνω­σί­ας και  αυ­το­κρι­τι­κής και για να το  πε­τύ­χει αυ­τὸ δι­α­λε­γό­ταν και συ­νε­χί­ζει να δι­α­λέ­γε­ται με τον ε­αυ­τὸ του ε­πα­νει­λημ­μέ­να. Κα­τ᾿ αυ­τὸ τον τρό­πο κα­τα­φέρ­νει ν᾿ α­πο­βάλ­λει τα δι­ά­φο­ρα κόμ­πλεξ του και να α­πο­κτή­σει κύ­ρος. Έ­χει μά­θει να εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τον πο­λύ­τι­μο χρό­νο του κι έ­τσι κερ­δί­ζει τις με­γά­λες ευ­και­ρί­ες στη ζω­ή του.

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μι­λών­τας, πα­ρά­γον­τες της πνευ­μα­τι­κής καλ­λι­έρ­γειας εί­ναι η οι­κο­γέ­νεια κα­τὰ κύ­ριο λό­γο, μα και το σχο­λεί­ο και η  κοι­νω­νί­α ε­πη­ρε­ά­ζουν πο­λὺ τη δι­α­μόρ­φω­ση του αν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα. Σ᾿ αυ­τὸ το ση­μείο ό­μως πρέ­πει να δι­ευ­κρι­νί­σου­με κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, ό­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση δεν εί­ναι το ί­διο πράγ­μα. Αν και πολ­λοὶ άν­θρω­ποι νο­μί­ζουν ό­τι γνώ­ση και μόρ­φω­ση εί­ναι έν­νοι­ες ταυ­τό­ση­μες, εί­ναι κοι­νὴ και σω­στὴ η πα­ρα­δο­χὴ ότι μια βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρὰ αν­τι­δι­α­στέλ­λει τη μία από την άλλη: Η μόρ­φω­ση εί­ναι έν­νοι­α ευ­ρύ­τε­ρη ενώ η γνώ­ση ει­δι­κή. Για­τί ό­ταν λέ­με ότι  έ­νας άν­θρω­πος εί­ναι μορ­φω­μέ­νος, εν­νο­ού­με την πνευ­μα­τι­κὴ και η­θι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια του αν­θρώ­που αυτού, ενώ αν­τί­θε­τα γνώ­στη ο­νο­μά­ζου­με τον άν­θρω­πο που γνω­ρί­ζει ή που κα­τέ­χει κά­τι τέ­λεια. Και έ­νας α­γράμ­μα­τος να εί­ναι μορ­φω­μέ­νος για­τί η πνευ­μα­τι­κὴ και η  ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό­λυ­τα α­πὸ την α­πλὴ συσ­σώ­ρευ­ση γνώ­σε­ων.

            ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Με ποιο τρόπο αναπτύσσονται η α΄, η β΄και η γ΄ παράγραφος; 2. Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το κείμενο έχει τα χαρακτηριστικά του αποδεικτικού δοκιμίου; Να το αιτιολογήσετε με παραδείγματα από το κείμενο. 3. Σχεδιάγραμμα του κειμένου. 4. «Πώς οι νέοι μπορούν σήμερα να αντισταθούν στο λαϊκισμό;» Γράψτε ένα σύντομο άρθρο με αυτόν τον τίτλο, που θα δημοσιευθεί στον τύπο, αντλώντας επιχειρήματα από το παραπάνω κείμενο.