ΠΟΙΗΣΗ- ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
- ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ: Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το έργο του Γ. Θεοτοκά, Πνευματική Πορεία, «Για το δοκίμιο»
«Νομίζω πως θα έπρεπε να ξεκαθαριστεί κάπως το ζήτημα και, πρώτα- πρώτα, να κατανοηθεί ότι ένα λογοτεχνικό δοκίμιο είναι δημιουργικό είδος όσο και τα λοιπά είδη του έντεχνου λόγου, ότι πρέπει να εκφράζει ένα ύφος, μια εσωτερική ζωή, μια ευαισθησία, μια προσωπική στάση απέναντι στα πράματα, μια ατομικότητα, ότι είναι ανάγκη να ικανοποιεί με τη μορφή του ορισμένες καλλιτεχνικές αξιώσεις. Αλλιώς, μπορεί πάντα να είναι κάτι αξιόλογο, αλλά θα είναι ξένο προς την αληθινή λογοτεχνία, καθώς υπάρχει και μυθιστόρημα ξένο προς τη λογοτεχνία και θέατρο ξένο προς κάθε τέχνη».
- Με βάση το παραπάνω απόσπασμα, μπορούμε να πούμε ότι το παρακάτω κείμενο έχει τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού δοκιμίου;
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το δοκίμιο του ποιητή και ζωγράφου Φώτη Κόντογλου, με θέμα «Τα έμορφα τραγούδια μας, η αναπνοή της φυλής μας»)
Έχω την ιδέα πως, όσο αποξενώνεται η καρδιά μας από τα λαϊκά τραγούδια μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε πως ξεμακρυνόμαστε από τη ρίζα της φυλής μας και πως κρυώνει μέσα μας το ζεστό και καθαρό αίμα που πήραμε από τους πατεράδες μας. Για μας τους Έλληνες, η πηγή της ζωής είναι εκεί μέσα, κι αν λιγοστεύει η όρεξή μας και η δίψα μας να πιούμε απ’ αυτή τη δροσερή νερομάνα, αυτό θα πει πως το πνεύμα μας είναι αρρωστημένο και πασκίζουμε να το ζωογονήσουμε ψεύτικα, με βλαβερά και ξενόφερτα πιοτά, που συνεργούνε να ξεφυλιστούμε μιαν ώρα αρχύτερα, και να μην απομείνει απάνω μας τίποτα από τον πνευματικό χαρακτήρα μας. Αυτά τα φαρμακερά πιοτά μας τραβάνε σαν τον μπεκρή, που δεν έχει ζωή μέσα του και που θαρρεί πώς θα ζωντανέψει πίνοντας και μπεκρολογώντας, ενώ, ίσια ίσια, σιγά σιγά τον φαρμακώνουνε, ως να τον πεθάνουνε. Έτσι γίνεται και με τα πνευματικά πιοτά που λέγω. Μα πολλοί από τους διαβασμένους μας το ‘χουνε για καύχημα το ότι δεν καταδέχουνται να ξεδιψάσουνε στις δικές μας δροσερές βρυσούλες, κι ολοένα πίνουνε από τα ξένα και θολά βαλτόνερα, ποθώντας να βγάλουνε από μέσα τους ό,τι δικό μας έχουνε και να διαλυθούνε, σαν κάποιοι καινούργιοι βουδιστές, μέσα στο σκοτεινό χάος της ευρωπαϊκής πνευματικής νιρβάνας.
Άνθρωπος που δε νοιώθει ως τα κατάβαθα της καρδιάς του τα λαϊκά μας τραγούδια, δεν είναι σε θέση να νοιώσει αληθινά την επανάσταση του Εικοσιένα. Μπορεί να την καταλαβαίνει σαν ένα πολιτικό και ιστορικό καθέκαστο, δηλαδή να την καταλαβαίνει από την υλική μεριά, δε νοιώθει όμως απ’ αυτή το «τιμιώτατον», δηλαδή την πνευματική φωτοχυσία της, που την κάνει αυτή την επανάσταση ξεχωριστή ανάμεσα στις λογής λογής επαναστάσεις που γινήκανε.
Το γένος το δικό μας είναι πονεμένο, πιο πονεμένο απ’ όλα τα έθνη της οικουμένης. Για τούτο, ό,τι κι αν κάνουμε έχει μέσα του μια κάποια μεγάλη σφραγίδα, γιατί με τον πόνο ξεσκεπάζουνται στον άνθρωπο τα μεγάλα μυστήρια του κόσμου, αν εκείνος που πονά έχει ανθρωπιά και πίστη. Τα τραγούδια του λαού μας είναι αγνά αγριολούλουδα που φυτρώσανε απάνω στις καθαρές και βασανισμένες βραχόπετρες, όπου τις δέρνει ο πόνος, μα που φεγγοβολάνε σαν διαμάντια από τον ήλιο και που ξεπλένουνται από την καθαρή βροχούλα.
*νιρβάνα: απάθεια, εκμηδένιση
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει στο γραπτό του απλό, λαϊκό ύφος. Με ποιο τρόπο το επιτυγχάνει;
- «Για μας τους Έλληνες…που λέγω», 1η παράγραφος: Να αναγνωρίσετε το είδος του συλλογισμού και να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
- Να βρείτε τον τρόπο ανάπτυξης της 2ης παραγράφου.
- ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Υποθέστε ότι συμμετέχετε σε συνέντευξη που διεξάγει γνωστή εφημερίδα με νέους της ηλικίας σας, με θέμα «η σχέση των νέων με την ποίηση». Γράψτε ένα κείμενο σχετικά, απαντώντας στις εξής ερωτήσεις:
Ποια ήταν η πρώτη σας γνωριμία με την ποίηση;
Ποια συναισθήματα σας δημιουργούνται διαβάζοντας ένα ποίημα που σας αρέσει;
Σκεφθήκατε ποτέ να γράψετε ποίηση και, αν ναι, ποιο θέμα σας κέντρισε το ενδιαφέρον;
Τι έχει να προσφέρει η ποίηση στην εποχή μας, κατά την άποψή σας;