(Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο του Bruno Snell Η Ανακάλυψη του Πνεύματος, σε μετάφραση Δανιήλ Ιακώβ. Το βιβλίο αυτό μιλεί για τη συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού).
Η ανακάλυψη του «ανθρωπισμού» στην Ελλάδα δεν οφείλεται στη φιλοσοφία. Πραγματικά, η συμπαθητική υποχωρητικότητα που ενώνει τους ανθρώπους και που συνδέεται με τον όρο αυτόν έρχεται σε αντίθεση με τη σκληρότητα, την αυστηρότητα και το απόλυτο της σκέψης. Την προέλευση του ανθρωπισμού πρέπει να την αναζητήσουμε μάλλον στις αντιλήψεις της αττικής κοινωνίας του τέλους του 5ου και του 4ου αιώνα. Στις κωμωδίες του Μένανδρου, που αποτελούν την πιο σαφή απεικόνιση αυτής της κοινωνίας του, βρίσκει ο ανθρωπισμός την πλήρη έκφρασή του. Οι κωμωδίες αυτές παρά τον αστικό χαρακτήρα τους απεικονίζουν ίσως την πιο εκλεκτή και εκλεπτυσμένη κοινωνία που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. (…) Ανεπηρέαστοι τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά οι άνθρωποι του Μένανδρου δεν ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται τις επιθυμητές ή ανεπιθύμητες απόψεις των άλλων, κι έτσι λίγο πριν την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου μπόρεσε να ευδοκιμήσει το τρυφερό λουλούδι του ανθρωπισμού και να φτάσει στην πιο μεγάλη ομορφιά του. Τη σημασία που έχει ο άνθρωπος για το Μένανδρο εκφράζει κατά τον εντυπωσιακότερο τρόπο η περίφημη παρατήρησή του: «ως χαρίεν εστί άνθρωπος, αν άνθρωπος η». Η πεποίθηση για την αξία του ανθρώπου (…) συνδέεται εδώ με την επιφύλαξη ότι ο άνθρωπος δεν είναι πάντοτε αυτό που θα μπορούσε να είναι. Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται για το Μένανδρο, όπως για τον Ισοκράτη, στην «παιδεία», στην ικανότητα του λόγου που τον ξεχωρίζει από τα ζώα. Ο άνθρωπος στην κωμωδία του Μένανδρου είναι σε τέτοιο βαθμό εκλεπτυσμένος, ώστε θεωρεί περιττή την επίδειξη της μόρφωσης. (…)
Επομένως, έχουμε το δικαίωμα να μιλούμε για εξέλιξη ή ακόμη και για πρόοδο της ανθρωπότητας, χωρίς να αρνούμαστε ότι κάποιες περασμένες εποχές είχαν τη δική τους τελειότητα και ομορφιά που εμείς δεν μπορούμε να φτάσουμε, ότι στις εποχές αυτές εκφράστηκε κάτι ουσιαστικό με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ότι στη δική μας. Ωστόσο ούτε το πρότυπο της οργανικής φύσης είναι αρκετό για να φανερώσει την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού και τη σημασία της αρχαίας Ελλάδας. Ο άνθρωπος, τουλάχιστον ο Ευρωπαίος, προσπαθεί να κατευθύνει το μέλλον του ενσυνείδητα προς κάποιο επιθυμητό σκοπό. Επειδή όμως δεν μπορεί να προγραμματίσει κάτι στο κενό, πρέπει να στηριχτεί σε κάτι δεδομένο και γι’ αυτό στρέφεται στο προσωπικό του παρελθόν. Η ερώτηση «τι θέλω να γίνω;» συνδέεται πάντα με τα ερωτήματα «τι είμαι;» και «τι ήμουν;» (…) Αν θέλουμε όμως να είμαστε Ευρωπαίοι (και το θέλουμε, εφόσον επιθυμούμε να διαβάζουμε, να γράφουμε και να διατηρούμε την επιστήμη, την τεχνολογία και τη φιλοσοφία), τότε είναι σημαντική η ερώτηση: τι ήταν οι Έλληνες; Ιδιαίτερα αν αισθανόμαστε κάποια ανεπάρκεια σε ορισμένες εκδοχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού τότε η ερώτηση γίνεται ακόμη επιτακτικότερη: ποια ήταν η αρχική μορφή αυτού του πολιτισμού σε μια εποχή όπου οι σύγχρονες παραμορφώσεις δεν την είχαν ακόμη επηρεάσει;